- ογκύλον
- ὀγκύλον (Α)(κατά τον Ησύχ.) «σεμνόν, γαῡρον».[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄγκος (Ι) + επίθημα -ύλον (πρβλ. αγκ-ύλον)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εξογκυλώ — ἐξογκυλῶ, όω (Μ) αυξάνω, μεγαλώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ογκυλώ, από την ίδια ρίζα με το όγκος αλλ αμφίβολης παραγωγής, ίσως από τη γλώσσα τού Ησυχίου «ογκύλον σεμνόν, γαύρον»] … Dictionary of Greek
ογκύλλομαι — ὀγκύλλομαι και ὀγκυλοῡμαι, όομαι (Α) 1. διογκώνομαι, εξογκώνομαι, πρήζομαι 2. μτφ. επαίρομαι, υπερηφανεύομαι («ὠγκυλωμένος υπερήφανος», Φώτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀγκυλον (πρβλ. αγκύλος: αγκύλλω)] … Dictionary of Greek
όγκος — Από στοιχειώδη άποψη, ο όρος χαρακτηρίζει την «έκταση ενός στερεού» ως προς μια μονάδα μέτρησης μ3, π.χ. το κυβικό μέτρο, το κυβικό εκατοστό κλπ. Για ορισμένα απλά στερεά υπάρχουν συγκεκριμένοι κανόνες, που μας επιτρέπουν τον υπολογισμό του όγκου … Dictionary of Greek